ὀροβοειδής

ὀροβοειδής
ὀροβοειδής, ές,
A like vetch-seed, of certain urinal deposits, Gal.7.950, al.
II of the colour of vetch, [χλαμύς], θωρακεῖον, PCair.Zen.92.8, 445.6 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οροβοειδής — ὀροβοειδής, ές (ΑΜ) 1. (για καθιζήματα τών ούρων) όμοιος με τον όροβο 2. αυτός που έχει το χρώμα τού ορόβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ὀροβοειδῆ — ὀροβοειδής like vetch seed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀροβοειδής like vetch seed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀροβοειδής like vetch seed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροβοειδεῖς — ὀροβοειδής like vetch seed masc/fem acc pl ὀροβοειδής like vetch seed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροβοειδῶν — ὀροβοειδής like vetch seed masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • οροβώδης — ὀροβώδης, ῶδες (Α) [όροβος] αυτός που μοιάζει με όροβο, οροβοειδής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”